- σεβομένως
- σεβομένως, Adv.A = σεβασμίως, Ammon.Diff.p.8V., but σεβασμίως should be restd. from Ptol.Ascal.p.395H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σεβομένως — Α επίρρ. με σεβασμό, σεβασμίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. σεβόμενος τού σέβομαι] … Dictionary of Greek